Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΕΟΡΤΩΝ !!
Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησής μου σας παραπέμπω σε ένα εξαιρετικό κείμενο σχετικά με το θέμα .
Δημοσιεύτηκε στο Αντίβαρο και συγγραφέας του είναι ο Γιώργος Μάλφας.
Συντάκτης: Γιώργος Μάλφας |
Σάββατο, 24 Οκτωβρίου 2009 |
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα της «κρίσης ταυτότητας» που διαπερνά το σύγχρονο ελληνικό σχολείο είναι αυτό της διαχείρισης του ζητήματος των «εθνικών επετείων». Του τρόπου, δηλαδή, ανάγνωσης, ανάμνησης και ερμηνείας ιστορικών γεγονότων καθοριστικής σημασίας για την εθνική και κοινωνική επιβίωση-συνέχεια του λαού μας. Σε όποιον κινείται εντός της σχολικής πραγματικότητας είναι ολοφάνερη η αμηχανία και η αφασία που χαρακτηρίζει τις σχολικές επετείους των εθνικών μας γιορτών: αγχωτικό καθήκον, άχαρη εθιμική υποχρέωση, επαχθής εξακολουθητικός ευτελισμός των «ιδανικών» που κανείς πια δεν πιστεύει… Στο επίκεντρο των σχετικών συζητήσεων ανακυκλώνεται αναπόφευκτα η έννοια και το περιεχόμενο του «έθνους»: η ιστορική και υλική του υπόσταση, η συμβολική και πολιτισμική του νοηματοδότηση. Το επίδικο του «έθνους» εξαιρετικά πολυσύνθετο από την ίδια του τη φύση. Πληθώρα ιστορικών, πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών προβολών ερίζουν για τον (καθ)ορισμό του «έθνους» και φορτίζουν με οξύτητα το κλίμα και τον χαρακτήρα των «εθνικών επετείων». Στις γραμμές που ακολουθούν επιχειρείται μια συνοπτική-σχηματική (και γι’ αυτό αναγκαστικά γενικευτική) παρουσίαση δύο κυρίαρχων προσεγγίσεων του νοήματος των εθνικών γιορτών όπως αυτές εκδηλώθηκαν διαχρονικά στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το έθνος ως φετίχ Στην εκδοχή αυτής της προσέγγισης δεσπόζει η υπεριστορική και αναχρονιστική αντίληψη για το έθνος που έλκει τις ρίζες της στη μεταπολεμική Ελλάδα και διατρέχει όλη την χρυσή εποχή της «εθνικοφροσύνης» μέχρι την πτώση του πραξικοπήματος των συνταγματαρχών. Με αξονικό ιδεολόγημα τον «ελληνοχριστιανισμό» διαχώριζε τους Έλληνες, φυλάκιζε, εξόριζε, εξόντωνε ηθικά και φυσικά τους αντιπάλους της. Στις κρίσιμες εθνικά στιγμές, αν δεν επέλεγε την «αυτοεξορία», συμμαχούσε με τους κατακτητές σε κατοχικές κυβερνήσεις, επάνδρωνε τάγματα ασφαλείας, εξέτρεφε στα σπλάχνα της δοσίλογους και καταδότες και στο τέλος επέστρεφε ως αυτόκλητος σωτήρας στην πατρίδα εγκαθιδρύοντας «δημοκρατίες» που στην ανάγκη μεταλλάσσονταν σε… δικτατορίες. Είναι η παράταξη των «επαγγελματιών του έθνους», των «ελλαδεμπόρων», που από πολύ νωρίς και με τόση ευκρίνεια διέκρινε ο γνήσια ελληνοπρεπής και ορθόδοξος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, γράφοντας ότι «μεταξύ όλων των επαγγελμάτων, εις όλον το Γένος, περνά εξόχως το επάγγελμα της θρησκείας, καθώς και το του πατριωτισμού» (Ο Διδάχος). Η παράδοση των μεγάλων λόγων και των τραγικών ιστορικών ευθυνών, που ιδιοποιούνταν ιδιοτελώς τις θυσίες των αγωνιστών και τα σύμβολα ενότητας του λαού μας. Πουλούσε εργολαβικά τον πατριωτισμό και την πίστη των Ελλήνων και αγόραζε κυριαρχία και εξουσία με τη συνδρομή των ξένων τοποτηρητών της. Γιόρταζε στο σχολείο τις εθνικές γιορτές (μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης) με μιαν αφόρητη πατριδοκάπηλη ρητορεία, με αυτάρεσκους εθνοφυλετικούς δεκάρικους, αποκρύβοντας σελίδες του σκοτεινού της παρελθόντος και διασύροντας ηλιθιωδώς κάθε αίσθημα γνήσιας φιλοπατρίας, σεβασμού και αγάπης για τη μακραίωνη πολιτιστική ιδιοπροσωπία των Ελλήνων. Φανατικά και αυτιστικά κλειστοφοβική, περιχαράκωνε τα οράματα και τις αξίες του οικουμενικού Ελληνισμού στα όρια ενός παρασιτικού και μεταπρατικού ελλαδισμού. Αυτή η «παράδοση» ξεψύχησε μέσα στη γραφικότητα και την ανυποληψία της. Στα σχολειά μας, δεν τη συναντά πια κανείς σήμερα, εκτός από κάποια θλιβερά απομεινάρια στο διάκοσμο και την αισθητική των σχολικών γιορτών που μάλλον δεν απασχολούν πλέον κανέναν. Το έθνος ως ταμπού Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης μια άλλη προσέγγιση του «εθνικού» σε πλήρη αντίστιξη με την προηγούμενη, αργά αλλά σταδιακά, επεδίωξε και πέτυχε τη ρεβάνς έναντι της εθνοκαπηλίας. Μετά το πέρας του «σοσιαλιστικού» αμοραλισμού της «αλλαγής» («Έξω από το ΝΑΤΟ»!) δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες εγχώριες και διεθνείς συνθήκες (κατάρρευση υπαρκτού σοσιαλισμού, έκρηξη παγκοσμιοποίησης, κρίση πολιτικής κ.α.) για τη γέννηση και την ανάπτυξη μιας εθνομηδενιστικής κουλτούρας η οποία σήμερα κατακλύζει παντοδύναμη την κυρίαρχη πολιτική, τη διανόηση, την τέχνη και τα μέσα ενημέρωσης. Ένα ευρύ μέτωπο δυνάμεων του «εκσυγχρονισμού» που συσπείρωσε τις ελίτ των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας με αιχμή του δόρατος την «ανανεωτική» αριστερά του διεθνισμού (δίχως έθνος!) και του κοσμοπολιτισμού (με συμπλεγματική αποστροφή στο γηγενή πολιτισμό!) σε ρόλο οργανικού διανοουμένου. Στο εξής κάθε βιωματική αναφορά στις αξίες της πατρίδας, της παράδοσης και του πολιτισμού που γέννησε στη διαχρονία της, θα λοιδορείται κυνικά, θα χλευάζεται προκλητικά. Και οι ευαισθησίες μας θα αντιμετωπίζονται ως political correct όταν θα αφορούν την εκστρατεία διάσωσης του ιβηρικού λύγκα, για παράδειγμα, που απειλείται με εξαφάνιση· ενώ θα στοχοποιούνται απροκάλυπτα όταν θα αφορούν την πολιτιστική συρρίκνωση λαών, εθνών και παραδόσεων. Θα συκοφαντείται εκ προοιμίου κάθε αναφορά στο έθνος και όποιος θα διακατέχεται από ανάλογες ανησυχίες θα στιγματίζεται αυτόχρημα ως «εθνικιστής». Αν μάλιστα κανείς αποτολμήσει και επικαλεστεί την παράδοση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, του Άρη Βελουχιώτη και της Εθνικής Αντίστασης (εκπληκτικά μοναδική συνάρθρωση αιτημάτων εθνικής απελευθέρωσης και κοινωνικής χειραφέτησης με πάνδημη αποδοχή) τότε κακό του κεφαλιού του... Τα εγγόνια των εξόριστων και των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, πρώην κομμουνιστές και νυν «εκσυγχρονιστές», που συνωστίζονται τώρα στους προθαλάμους της εξουσίας, διψούν για προγραφές… Αναθεώρηση της Ιστορίας, αναψηλάφηση των στερεοτύπων του «εθνικού φαντασιακού», υπέρβαση του «εθνοκεντρισμού» και μια σειρά άλλων υψηλών επιδιώξεων, το κύριο μενού του μεταρρυθμιστικού προγράμματος στο σύνολο των βαθμίδων της δημόσιας εκπαίδευσης, με στόχο να αποβάλουμε τον εθνικιστή εαυτό που κρύβουμε μέσα μας. Να ενοχοποιηθεί τελικώς στη συνείδηση του λαού μας το έθνος και η εθνική μας κληρονομιά αδιακρίτως (και όχι μόνο η εθνικιστική παραφθορά τους), δηλαδή ο τρόπος που γεννιόμαστε, τρώμε, μιλάμε, χορεύουμε, ερωτευόμαστε, πιστεύουμε, τραγουδάμε, κλαίμε, γελάμε, μαλώνουμε, πεθαίνουμε… τα τόσο κοινά σε όλους τους ανθρώπους, και ταυτόχρονα τόσο ξεχωριστά σε κάθε λαό. Ποιος να γιορτάσει… Από τη μια, η εθνοκάπηλη κενολογία. Κουράστηκε και η ίδια. Δεν αντέχει πια τον εαυτό της. Δεν πείθει πια κανέναν. Ξεθύμανε… Κιτρινισμένα και αραχνιασμένα στους τοίχους των σχολείων χάσκουν τα πορτρέτα των εθνικών αγωνιστών μας. Τους εγκατέλειψαν οι πάντες. Και αυτοί ακόμη οι ορκισμένοι υπερασπιστές τους, οι επίγονοι της «εθνικοφροσύνης», αναζητούν πλέον νέα, πιο ελκυστικά πρότυπα για τη νεολαία, στο χώρο του θεάματος (Ψινάκης) και του ελαφρολαϊκού τραγουδιού (Σαρρή). Από μια τέτοια φαιδρή εκδοχή «πατριωτισμού» κινδυνεύουμε μάλλον περισσότερο… Από την άλλη, ο χορός των αναθεωρητών και της προσαρμογής στις …απαιτήσεις των καιρών. Εξυπνότεροι ή μάλλον πονηρότεροι ετούτοι. Την Εθνική Αντίσταση τη βάφτισαν «αντιπολεμικό κίνημα των λαών!» (sic). Αντιμιλιταριστικός ακτιβισμός στις οροσειρές της Πίνδου δηλαδή, με λίγο ράφτινγκ στα διαλείμματα για να μην αμελούμε και την οικολογική διάσταση της σύγχρονης εκπαίδευσης… Το διακύβευμα για τους λαούς δεν είναι πια το ελεύθερο, το ανυπότακτο φρόνημα. Η «ειρήνη» είναι ενός χυδαίου υλισμού, το κατά κεφαλήν εισόδημα, ο δείκτης της αγοραστικής δύναμης των μαζών. Μην καταπονείτε λοιπόν τα παιδιά με πληκτικά «νεκρόφιλες» τελετές που δεν πιστεύετε, βάλτε τους να δουν γλυκερές αντιπολεμικές ταινίες που καταλήγουν σε αισθηματικά ειδύλλια! Για να μαθαίνουν πως οι εθελόδουλοι χωρίς αντίσταση και επανάσταση θα επιβιώσουν, χωρίς εκούσιο συμβιβασμό πάνε χαμένοι… Θαμμένος ζωντανός ο αληθινός εαυτός μας! Εθνοκάπηλοι και εθνομηδενιστές σκότωσαν την ψυχή μας. Πλήγωσαν τις ευαισθησίες, την περηφάνια του λαού μας. Κάντε μια βόλτα στα σχολειά μας… «να ζεις τον θάνατό σου για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ»! Ο σπόρος όμως δεν πήγε χαμένος. Θαμμένο στη γη μας το Σώμα της Αντίστασης. Κάποτε θα καρπίσει, αφού «δεν κοιμάται, δεν πεθαίνει, προσμένει την ανάσταση». Μιας «ελληνικότητας» που διαλέγεται ευρύχωρα στον κόσμο με ολάκερη τη Σάρκα της: τις ιδέες, τις αισθήσεις και τα βιώματά της. |