Είναι η αντιπαροχή ταυτότητα ;
Έχουμε την βεβαιότητα ότι ο «Καλλικράτης» αντιμετωπίζει τις περιφέρειες ως διοικητικές μονάδες του κομματικού παρακράτους, χωρίς να πολυλογαριάζει τις ιστορικές και πολιτισμικές τους διαστάσεις, αυτές δηλαδή που διαμορφώνουν ή που θα έπρεπε να διαμορφώνουν τις χωροταξικές, παραγωγικές, κι αισθητικές αναφορές ενός τόπου ή μιας ουτοπίας.
Η Αττική, που δυστυχώς λειτουργεί υποδειγματικά για όλες τις ελληνικές περιφέρειες, παρότι είναι μια περιοχή με ασύγκριτη ιστορική πυκνότητα, έμπλεη μνημάτων και μηνυμάτων, είναι μια περιφέρεια σε σύγχυση, δηλαδή μια περιφέρεια χωρίς ταυτότητα. Διότι δεν συνιστά ταυτότητα η αρχαιοκαπηλία, η έπαρση κι ο κομπογιαννιτισμός με τα οποία πορεύεται κι εμπορεύεται το κράτος των Αθηνών και της Μυκόνου.
Για δυο σχεδόν αιώνες η Αττική λειτούργησε ως τόπος υποδοχής και διαμονής των προσφύγων του εντός κι εκτός Ελλάδος ελληνισμού (εσχάτως έγινε και τόπος διαμονής των αλλογενών μεταναστών αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα). Θα περίμενε κανείς ότι η συνύπαρξη τόσο ετερόκλητου ανθρώπινου δυναμικού θα πλούτιζε την ταυτότητά της, καθιστώντας την Αττική ελκυστική μες την πολυμορφία του τόπου και των ανθρώπων του. Αλλά αυτό δεν έγινε, διότι οι τοπικές ταυτότητες εξ αρχής βρέθηκαν υπό διωγμό. Οι επήλυδες έπρεπε να τις αποβάλλουν για να γίνουν αποδεκτοί από τον συμπλεγματικό επαρχιωτισμό του ομοιογενοποιητικού και συγκεντρωτικού μοντέλου που προκρίθηκε σαν καταλληλότερο για την χώρα από μια πολιτική τάξη που την προχειρότητά της συνεπικουρούσε παλαιόθεν η μορφωτική και ιστορική της ανεπάρκεια. Το αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου είναι μια κοινωνία μεταπρατική και μια περιφέρεια παρενδυματική, δηλαδή μια περιφέρεια τραβεστί.
Χωρίς υποδομές, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς πρόβλεψη και κυρίως χωρίς προοπτική η μισή Ελλάδα σπρώχτηκε και στριμώχτηκε στο λεκανοπέδιο Αττικής που λειτούργησε ως χωματερή, στην οποία όμως δεν στοιβάχθηκαν μόνο απορρίμματα αλλά και άνθρωποι, άνθρωποι στερημένοι της περηφάνιας και της αξιοπρέπειάς τους. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά κύριο λόγο, έπρεπε να παρασιτούν ως πελάτες μιας ανάγωγης αλλά πανίσχυρης διακομματικής γραφειοκρατίας, η οποία με την σειρά της ενθάρρυνε, μονιμοποιούσε και νομιμοποιούσε τις παντοειδείς αυθαιρεσίες, αυτές που εντέλει παραμόρφωσαν το φυσικό, αρχιτεκτονικό και ιστορικό περιβάλλον της αττικής γης. Κι όλα αυτά τα εγκλήματα έγιναν στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου εκσυγχρονισμού, που γέμισε με τζιπ το Κολωνάκι αλλά δεν έχει πού να κρύψει τα σκουπίδια που παράγει.
Η μονοκαλλιέργεια του τσιμεντώματος και ο Μινώταυρος της δημοσιοϋπαλληλίας ήταν κι είναι το κυρίαρχο μοντέλο υπανάπτυξης, και χάρη σε αυτό η κατακαμένη Αττική έγινε μια υποβαθμισμένη βαλκανική περιφέρεια που η χυδαιότητά της θα έπρεπε να προσβάλει εκτός από την ποιότητα ζωής των κατοίκων της και την μνήμη τους. Κατά πλειοψηφία αμνήμονες όμως και κατά συνέπεια παροπλισμένοι επί μακρόν ιδιώτευσαν, υπό την ομηρεία μιας δανεικής ευζωίας με ανεξόφλητα γραμμάτια. Όσο για τους επισκέπτες της αυτοί την αντιμετωπίζουν ως τράνζιτ, ως ελάχιστα ελκυστικό, γι’ αυτό και προσωρινό, σταθμό διέλευσης.
Το θέμα δεν είναι αποκλειστικά αισθητικής τάξεως. Δεν αποτρέπει απλώς τον λεγόμενο τουρισμό πόλης. Καθορίζει την ανάπτυξη, την οικονομία, τον πολιτισμό -την καθημερινότητά μας δηλαδή. Όλα τα γεωπολιτιστικά και συνακόλουθα γεωοικονομικά πλεονεκτήματα της Αττικής περιφρονήθηκαν με τον πλέον κραυγαλέο κι απαίδευτο τρόπο. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι αυτοί που ομνύουν στην κατά τα λοιπά κεχρισμένη «ανεξαρτησία» τους, αυτοί που παταγωδώς απέτυχαν στα απλά, θα προκόψουν τώρα στα σύνθετα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι αυτοί που συγκεφαλαιώνουν το πρόβλήμα θα γίνουν αίφνης η λύση του. Κι επιπλέον χρειάζεται να το πούμε ξεκάθαρα. Αυτοί που ανέχθηκαν ή ενορχήστρωσαν την ύβρη στην Αττική δεν δικαιούνται να γίνονται οι όψιμοι τιμητές της, διότι, απλούστατα, «δεν πάει άλλο». Οι ανοχές κι οι αντοχές της Αττικής βρίσκονται σε οριακό σημείο. Οι ελεύθεροι χώροι λιγοστεύουν και η «ανάπτυξη» συνεχίζει να είναι υπόθεση των εργολάβων κι όχι των πολιτών. Οι θαλάσσιοι και δασικοί πνεύμονες υπολειτουργούν. Η ανεξέλεγκτη μετανάστευση γκετοποιεί περιοχές και οι συνέπειες της οικονομικής και πολιτικής υποτέλειας του «Μνημονίου» θα δημιουργήσουν κοινωνικές εκρήξεις απρόβλεπτης έντασης. Η Αττική –όπως κι η χώρα ολόκληρη– ή θα συνεχίσει να φυτοζωεί ως τριτοκοσμικό «οικόπεδο και αποικία» ή θα αποφορτισθεί πρωτίστως υλικά –δηλαδή πολιτικά–, ώστε να επανακτήσει και να δημιουργήσει μια ταυτότητα που θα σέβεται το περιβάλλον της, το παρελθόν της και τις ιδιαιτερότητες των κατοίκων της.
Και σε αυτή την κατεύθυνση μπορούν οι απροσκύνητοι Ηπειρώτες, οι Κρήτες, οι Πελοποννήσιοι, οι Μακεδόνες, οι Κυκλαδίτες, οι Θράκες, όλοι οι Πανέλληνες πρόσφυγες της Αττικής γης, όλοι εκείνοι που δεν τους κατάπιε η νεοπλουτική κακογουστιά, να πλουτίσουν την φυσιογνωμία της και να στολίσουν με την ατίμητη ετερότητά τους το πρόσωπό μιας παλιγγενεσίας. Διότι αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα απελευθερώσουν τις πνευματικές, κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις που λαθροβιούν στο περιθώριο κομίζοντας, κοντά στ’ άλλα, τις δεξιότητες των τόπων καταγωγής τους, εκείνες ακριβώς που με την βιοτεχνία τους θα υποσκελίσουν την εξάρτηση της περιφέρειας από την λερναία ύδρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της τζογαδόρικης παραοικονομίας.
Αλλά για να επανεύρουμε των Ελλήνων τις κοινότητες, των Ρωμηών τις κοινωνιές δεν χρειάζεται απλώς μια χρηστή διαχείριση και μερικά αποσπασματικού χαρακτήρα μερεμέτια αλλά μια νέα και τολμηρή προοπτική, μια επαναθεμελίωση στον θεσμικό, οικονομικό και κοινωνικό χάρτη της περιφέρειας. Μιά πραγματικά συμμετοχική και αυτοδιοικητική επαναθεμελίωση που θα αναδεικνύει την τοπικότητα και τα λησμονημένα παραγωγικά της συστήματα σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα δημιουργήσει αναμφίβολα σφοδρές συγκρούσεις με τις χρόνιες παθογένειες του κραταιού συστήματος της κρατικοδίαιτης αγοράς.
Γι’ αυτό κι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να το γεννήσουν οι χρεωκοπημένες κομματικές εφεδρείες που ανακυκλώνουν τα φθαρμένα έως διεφθαρμένα τους υλικά στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα το κοιλοπονέσει η ίδια η ιστορία με τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα που δεν αποχαύνωσαν ακόμη οι τηλεοράσεις των πλούσιων εργολάβων.
Και αυτό δεν το χρωστάμε μόνο στις ζωές μας αλλά και στους γονείς και τα παιδιά μας.
Όσοι δεν βουλιάξαμε στους καναπέδες μας ας το τολμήσουμε.
Αναδημοσίευση του εκδοτικού σημειώματος του manifesto (τ.19), το οποίο από 3/11 κυκλοφορεί στα περίπτερα και τα κέντρα τύπου της περιφέρειας.
Η Αττική, που δυστυχώς λειτουργεί υποδειγματικά για όλες τις ελληνικές περιφέρειες, παρότι είναι μια περιοχή με ασύγκριτη ιστορική πυκνότητα, έμπλεη μνημάτων και μηνυμάτων, είναι μια περιφέρεια σε σύγχυση, δηλαδή μια περιφέρεια χωρίς ταυτότητα. Διότι δεν συνιστά ταυτότητα η αρχαιοκαπηλία, η έπαρση κι ο κομπογιαννιτισμός με τα οποία πορεύεται κι εμπορεύεται το κράτος των Αθηνών και της Μυκόνου.
Για δυο σχεδόν αιώνες η Αττική λειτούργησε ως τόπος υποδοχής και διαμονής των προσφύγων του εντός κι εκτός Ελλάδος ελληνισμού (εσχάτως έγινε και τόπος διαμονής των αλλογενών μεταναστών αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα). Θα περίμενε κανείς ότι η συνύπαρξη τόσο ετερόκλητου ανθρώπινου δυναμικού θα πλούτιζε την ταυτότητά της, καθιστώντας την Αττική ελκυστική μες την πολυμορφία του τόπου και των ανθρώπων του. Αλλά αυτό δεν έγινε, διότι οι τοπικές ταυτότητες εξ αρχής βρέθηκαν υπό διωγμό. Οι επήλυδες έπρεπε να τις αποβάλλουν για να γίνουν αποδεκτοί από τον συμπλεγματικό επαρχιωτισμό του ομοιογενοποιητικού και συγκεντρωτικού μοντέλου που προκρίθηκε σαν καταλληλότερο για την χώρα από μια πολιτική τάξη που την προχειρότητά της συνεπικουρούσε παλαιόθεν η μορφωτική και ιστορική της ανεπάρκεια. Το αποτέλεσμα αυτού του μοντέλου είναι μια κοινωνία μεταπρατική και μια περιφέρεια παρενδυματική, δηλαδή μια περιφέρεια τραβεστί.
Χωρίς υποδομές, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς πρόβλεψη και κυρίως χωρίς προοπτική η μισή Ελλάδα σπρώχτηκε και στριμώχτηκε στο λεκανοπέδιο Αττικής που λειτούργησε ως χωματερή, στην οποία όμως δεν στοιβάχθηκαν μόνο απορρίμματα αλλά και άνθρωποι, άνθρωποι στερημένοι της περηφάνιας και της αξιοπρέπειάς τους. Οι άνθρωποι αυτοί, κατά κύριο λόγο, έπρεπε να παρασιτούν ως πελάτες μιας ανάγωγης αλλά πανίσχυρης διακομματικής γραφειοκρατίας, η οποία με την σειρά της ενθάρρυνε, μονιμοποιούσε και νομιμοποιούσε τις παντοειδείς αυθαιρεσίες, αυτές που εντέλει παραμόρφωσαν το φυσικό, αρχιτεκτονικό και ιστορικό περιβάλλον της αττικής γης. Κι όλα αυτά τα εγκλήματα έγιναν στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου εκσυγχρονισμού, που γέμισε με τζιπ το Κολωνάκι αλλά δεν έχει πού να κρύψει τα σκουπίδια που παράγει.
Η μονοκαλλιέργεια του τσιμεντώματος και ο Μινώταυρος της δημοσιοϋπαλληλίας ήταν κι είναι το κυρίαρχο μοντέλο υπανάπτυξης, και χάρη σε αυτό η κατακαμένη Αττική έγινε μια υποβαθμισμένη βαλκανική περιφέρεια που η χυδαιότητά της θα έπρεπε να προσβάλει εκτός από την ποιότητα ζωής των κατοίκων της και την μνήμη τους. Κατά πλειοψηφία αμνήμονες όμως και κατά συνέπεια παροπλισμένοι επί μακρόν ιδιώτευσαν, υπό την ομηρεία μιας δανεικής ευζωίας με ανεξόφλητα γραμμάτια. Όσο για τους επισκέπτες της αυτοί την αντιμετωπίζουν ως τράνζιτ, ως ελάχιστα ελκυστικό, γι’ αυτό και προσωρινό, σταθμό διέλευσης.
Το θέμα δεν είναι αποκλειστικά αισθητικής τάξεως. Δεν αποτρέπει απλώς τον λεγόμενο τουρισμό πόλης. Καθορίζει την ανάπτυξη, την οικονομία, τον πολιτισμό -την καθημερινότητά μας δηλαδή. Όλα τα γεωπολιτιστικά και συνακόλουθα γεωοικονομικά πλεονεκτήματα της Αττικής περιφρονήθηκαν με τον πλέον κραυγαλέο κι απαίδευτο τρόπο. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι αυτοί που ομνύουν στην κατά τα λοιπά κεχρισμένη «ανεξαρτησία» τους, αυτοί που παταγωδώς απέτυχαν στα απλά, θα προκόψουν τώρα στα σύνθετα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψουμε ότι αυτοί που συγκεφαλαιώνουν το πρόβλήμα θα γίνουν αίφνης η λύση του. Κι επιπλέον χρειάζεται να το πούμε ξεκάθαρα. Αυτοί που ανέχθηκαν ή ενορχήστρωσαν την ύβρη στην Αττική δεν δικαιούνται να γίνονται οι όψιμοι τιμητές της, διότι, απλούστατα, «δεν πάει άλλο». Οι ανοχές κι οι αντοχές της Αττικής βρίσκονται σε οριακό σημείο. Οι ελεύθεροι χώροι λιγοστεύουν και η «ανάπτυξη» συνεχίζει να είναι υπόθεση των εργολάβων κι όχι των πολιτών. Οι θαλάσσιοι και δασικοί πνεύμονες υπολειτουργούν. Η ανεξέλεγκτη μετανάστευση γκετοποιεί περιοχές και οι συνέπειες της οικονομικής και πολιτικής υποτέλειας του «Μνημονίου» θα δημιουργήσουν κοινωνικές εκρήξεις απρόβλεπτης έντασης. Η Αττική –όπως κι η χώρα ολόκληρη– ή θα συνεχίσει να φυτοζωεί ως τριτοκοσμικό «οικόπεδο και αποικία» ή θα αποφορτισθεί πρωτίστως υλικά –δηλαδή πολιτικά–, ώστε να επανακτήσει και να δημιουργήσει μια ταυτότητα που θα σέβεται το περιβάλλον της, το παρελθόν της και τις ιδιαιτερότητες των κατοίκων της.
Και σε αυτή την κατεύθυνση μπορούν οι απροσκύνητοι Ηπειρώτες, οι Κρήτες, οι Πελοποννήσιοι, οι Μακεδόνες, οι Κυκλαδίτες, οι Θράκες, όλοι οι Πανέλληνες πρόσφυγες της Αττικής γης, όλοι εκείνοι που δεν τους κατάπιε η νεοπλουτική κακογουστιά, να πλουτίσουν την φυσιογνωμία της και να στολίσουν με την ατίμητη ετερότητά τους το πρόσωπό μιας παλιγγενεσίας. Διότι αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα απελευθερώσουν τις πνευματικές, κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις που λαθροβιούν στο περιθώριο κομίζοντας, κοντά στ’ άλλα, τις δεξιότητες των τόπων καταγωγής τους, εκείνες ακριβώς που με την βιοτεχνία τους θα υποσκελίσουν την εξάρτηση της περιφέρειας από την λερναία ύδρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της τζογαδόρικης παραοικονομίας.
Αλλά για να επανεύρουμε των Ελλήνων τις κοινότητες, των Ρωμηών τις κοινωνιές δεν χρειάζεται απλώς μια χρηστή διαχείριση και μερικά αποσπασματικού χαρακτήρα μερεμέτια αλλά μια νέα και τολμηρή προοπτική, μια επαναθεμελίωση στον θεσμικό, οικονομικό και κοινωνικό χάρτη της περιφέρειας. Μιά πραγματικά συμμετοχική και αυτοδιοικητική επαναθεμελίωση που θα αναδεικνύει την τοπικότητα και τα λησμονημένα παραγωγικά της συστήματα σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα δημιουργήσει αναμφίβολα σφοδρές συγκρούσεις με τις χρόνιες παθογένειες του κραταιού συστήματος της κρατικοδίαιτης αγοράς.
Γι’ αυτό κι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν μπορεί να το γεννήσουν οι χρεωκοπημένες κομματικές εφεδρείες που ανακυκλώνουν τα φθαρμένα έως διεφθαρμένα τους υλικά στην τοπική αυτοδιοίκηση. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα το κοιλοπονέσει η ίδια η ιστορία με τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα που δεν αποχαύνωσαν ακόμη οι τηλεοράσεις των πλούσιων εργολάβων.
Και αυτό δεν το χρωστάμε μόνο στις ζωές μας αλλά και στους γονείς και τα παιδιά μας.
Όσοι δεν βουλιάξαμε στους καναπέδες μας ας το τολμήσουμε.
Αναδημοσίευση του εκδοτικού σημειώματος του manifesto (τ.19), το οποίο από 3/11 κυκλοφορεί στα περίπτερα και τα κέντρα τύπου της περιφέρειας.
0 Σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου